- λυμφατικός
- -ή, -όκαχεκτικός: Γέννησε ένα λυμφατικό παιδί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυμφατικός — ή, ό βλ. λεμφατικός … Dictionary of Greek
λεμφατικός — λεμφατικός, ή, ό και λυμφατικός, ή, ό καχεκτικός λόγω υπέρμετρης ανάπτυξης του λεμφικού συστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)